- διαποτίζομαι
- διαποτίζομαι, διαποτίστηκα, διαποτισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μουλιάζω — 1. αφήνω κάτι στο νερό πολλή ώρα για να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω 2. διαποτίζομαι με νερό και μαλακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ammollare «μουσκεύω, μαλακώνω», ενώ κατ άλλους, από αμάρτυρο ιταλ. *molliare. Ο τ. συνδέεται με το… … Dictionary of Greek
μουσκεύω — (Μ μουσκεύω) διαβρέχομαι, διαποτίζομαι νεοελλ. 1. διαβρέχω, διαποτίζω 2. φρ. «τά μούσκεψα» απέτυχα από κακό χειρισμό, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχεύω «μεταφυτεύω παραφυάδα», με κώφωση τού ο σε ου . Η σημ. «υγραίνω, διαβρέχω» που έλαβε το … Dictionary of Greek